κασσέξ

κασσέξ
το
άκλ. πολυτελές κάλυμμα που φοριέται σαν μικρή περισκελίδα από γυμνές χορεύτριες ή γυμνούς χορευτές, ακροβάτες και παλαιστές για κάλυψη τών απόκρυφων μερών τού σώματός τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cache-sex (< cacher «κρύβω» + sex «φύλο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”